μετριακός

μετριακός
μετρι-ακός, ή, όν,
A of moderate amount,

ὕπαρξις PLond.1.77.20

(vi A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετριακός — μετριακός, ή, όν (Α) [μέτριος] μέτριος, ολιγαρκής, λιτοδίαιτος («μετριακὴ ὕπαρξις», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • μετρικός — ή, ό (Α μετρικός, ή, όν) [μέτρον] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο μέτρο ή αυτός που χρησιμεύει στη μέτρηση («μετρικοὶ ῥυθμοί», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μετρικός αυτός που ασχολείται ειδικά ή αυτός που είναι έμπειρος στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”